συκούμαι

συκούμαι
-όομαι, ΜΑ [σῡκον]
τρέφομαι με σύκα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συκωτικός — ή, όν, Α [συκοῡμαι] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σαρκώδη εκφύματα που μοιάζουν με σύκα …   Dictionary of Greek

  • συκωτός — ή, όν, Α [συκοῡμαι] 1. θρεμμένος με σύκα («ἧπαρ συκωτόν» συκώτι ζώου θρεμμένου με σύκα, Γαλ.) 2. παρασκευασμένος από σύκα …   Dictionary of Greek

  • σύκωμα — τὸ, Α [συκοῡμαι] σύκωση …   Dictionary of Greek

  • σύκωση — (Ιατρ.). Χρόνια πυογόνος φλεγμονή στο στόμιο των θυλάκων των τριχών, που προκαλείται από σταφυλόκοκκους και συχνά υποτροπιάζει. Η σ. εντοπίζεται κυρίως στην περιοχή του μουστακιού και στο πηγούνι, σπανιότερα δε στα φρύδια και στις μασχάλες. Στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”